Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σήπειον — τὸ, Α βλ. σήπιον … Dictionary of Greek
σήπιο — το / σήπιον, ΝΑ, και σηπίον και σήπειον Α [σηπία] το ραχιαίο κέλυφος που υπάρχει στο εσωτερικό τού σώματος τής σουπιάς, κν. κόκαλο τής σουπιάς νεοελλ. ο σηπιόλιθος … Dictionary of Greek